- λαγαρότητα
- λαγαρότηςslacknessfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαγαρότητα — η (Α λαγαρότης, ητος) νεοελλ. [λαγαρός] η ιδιότητα τού λαγαρού, το να είναι κάτι καθαρό, διαυγές αρχ. 1. χαλαρότητα, ατονία 2. το να έχει ένας στίχος στο μέσον βραχεία συλλαβή αντί για μακρά … Dictionary of Greek
λαγάρωσις — λαγάρωσις, ἡ (Α) [λαγαρούμαι] (για στίχο) λαγαρότητα, χαλαρότητα, ατονία, λόγω υπάρξεως βραχείας αντί μακράς συλλαβής στο μέσον τού στίχου … Dictionary of Greek
Ραϊμόντι, Μάρκο Αντόνιο — (Raimondi, 1475 – 1530). Γνωστός Ιταλός χαράκτης από την Μπολόνια. Αρχικά εργάστηκε σ’ ένα εργαστήριο χρυσοχοΐας και αργότερα έγινε γνωστός από τις παραποιήσεις ορισμένων πινάκων του Ντίρερ. Στη Ρώμη επιβλήθηκε ως ικανότατος χαράκτης και… … Dictionary of Greek